Ο Σουρρεαλισμός ως κίνημα είχε κάτι το πρωτοπόρο στην έκφραση. Πάνω απ΄ όλα όμως έκρυβε μέσα του την επιθυμία να αλλάξει τον κόσμο. Παρουσιάζω μέσα από το άρθρο της Χριστινας Σανουδου από την Καθημερινή μια αναφορά στο πρόσωπο του Μαν Ρέι (με αφορμή μια έκθεση του δημιουργού στη National Portrait Gallery του Λονδίνου):
Αυτοπροσδιορίζονταν πρωτίστως ως ζωγράφος, ωστόσο ο Μαν Ρέι πέρασε στην Ιστορία ως ένας από τους μεγάλους πρωτοπόρους της φωτογραφίας, αλλά και ένας από τους πλέον εφευρετικούς καλλιτέχνες του περασμένου αιώνα. Από το πορτρέτο του φίλου του Μαρσέλ Ντισάν, τραβηγμένο στη Νέα Υόρκη το 1916, έως τη φωτογραφία της Κατρίν Ντενέβ με χρυσά σκουλαρίκια σχεδιασμένα από τον ίδιο, στο Παρίσι των τελών της δεκαετίας του ’60, δεν έπαψε ποτέ να πειραματίζεται με τις φωτογραφικές τεχνικές, αποτυπώνοντας με τον φακό του «όσα δεν επιθυμούσε να ζωγραφίσει» και πεπεισμένος ότι «το να δημιουργείς είναι θεϊκό, το να αναπαράγεις ανθρώπινο».
Η πρώτη αναδρομική έκθεση πορτρέτων του Αμερικανού δημιουργού, που πραγματοποιείται έως τις 26 Mαΐου στη Νational Portrait Gallery του Λονδίνου, είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα για έναν επιπλέον λόγο, αφού στη διάρκεια της ζωής του ο Ρέι απαθανάτισε μερικά από τα επιφανέστερα μέλη των καλλιτεχνικών κύκλων του Παρισιού, όπως ο Πάμπλο Πικάσο, ο νεαρός Σαλβαντόρ Νταλί, ο Ανρί Ματίς, η Μέρετ Οπενχαϊμ και ο Ιγκόρ Στραβίνσκι. Καθώς σχετιζόταν προσωπικά με τους περισσότερους από αυτούς, δεν του ήταν δύσκολο να τους κάνει να αισθάνονται άνετα μπροστά στον φακό ή ακόμα και να παίρνουν αστείες πόζες.
Πολλές από τις εικόνες του δημοσιεύτηκαν σε εφημερίδες και περιοδικά της εποχής, μεταξύ των οποίων το Vogue, το Harpers Bazaar και το Vanity Fair.
Ο Ζαν Κοκτό, ο Χένρι Μίλερ, ο Τζέιμς Τζόις, η Γερτρούδη Στάιν, η Βιρτζίνια Γουλφ και ο Ερνεστ Χέμινγουεϊ συγκαταλέγονται στις εμβληματικές προσωπικότητες των γραμμάτων, που φωτογραφήθηκαν από τον Ρέι τις δεκαετίες του ’20 και του ’30, καθιερώνοντάς τον ως φωτογράφο προσωπικοτήτων. Σήμερα, τα ασπρόμαυρα πορτρέτα τους κοιτάζουν με αμεσότητα και χωρίς ίχνος σοβαροφάνειας τον επισκέπτη στις αίθουσες του λονδρέζικου μουσείου.
Ωστόσο, ο Ρέι δεν έκανε διακρίσεις μεταξύ των απεικονιζομένων, δείχνοντας την ίδια συμπάθεια και προσοχή στη λεπτομέρεια είτε φωτογράφιζε καταξιωμένους λογοτέχνες είτε περφόρμερ όπως η τραβεστί χορεύτρια Μπαμπέτ. Η προκλητική και ταυτόχρονα χιουμοριστική φωτογραφία της μούσας του και μοντέλου Kiki de Montparnasse, καθισμένης γυμνή με την πλάτη της προς το φακό, με τα δύο ζωγραφισμένα «f» δεξιά και αριστερά από τη σπονδυλική της στήλη να μεταμορφώνουν τον κορμό της σε βιολί -με τίτλο «Le Violon d’Ingres» (1924)- θεωρείται υπόδειγμα σουρεαλιστικής φωτογραφίας και αναμφίβολα ξεχωρίζει μεταξύ των περισσότερων των 150 εικόνων της έκθεσης, που παρουσιάζονται σε χρονολογική σειρά.
Εξίσου χαρακτηριστικό είναι το ασπρόμαυρο προφίλ της Αμερικανίδας σουρεαλίστριας φωτογράφου, μοντέλου και ερωμένης του Λι Μίλερ, επεξεργασμένο με την τεχνική της υπερέκθεσης στο φως (solarization), την οποία εξέλιξαν μαζί.
Μέλος του κινήματος του σουρεαλισμού
Γιος Ρωσοεβραίων μεταναστών, ο Emmanuel Radnitzky γεννήθηκε το 1890 στη Φιλαδέλφεια των ΗΠΑ. Το 1912 άλλαξε επώνυμο, μαζί με ολόκληρη την οικογένειά του, για να προστατευτεί από τον διάχυτο αντισημιτισμό στην αμερικανική κοινωνία της εποχής. Λίγο αργότερα, υιοθέτησε το ψευδώνυμο Man και καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας του δεν επέτρεψε να δημοσιοποιηθούν παρά ελάχιστες πληροφορίες σχετικά με την καταγωγή του.
Η γνωριμία του με τον Γάλλο καλλιτέχνη της αβάν-γκαρντ Μαρσέλ Ντισάν είχε ως αποτέλεσμα τη μύηση του νεαρού Ρέι στα κινήματα του ντανταϊσμού και του σουρεαλισμού, ενώ το 1921 εγκατέλειψε τη Νέα Υόρκη, όπου είχε παρακολουθήσει μαθήματα ζωγραφικής στο αναρχικό Ferrer School και είχε ασχοληθεί με τη ζωγραφική, τη λογοτεχνία και την εικονογράφηση, για να ακολουθήσει τον Ντισάν στο Παρίσι. «Το νταντά δεν μπορεί να επιβιώσει στη Νέα Υόρκη. Ολόκληρη η Νέα Υόρκη είναι νταντά και δεν ανέχεται τον ανταγωνισμό», είχε δηλώσει αιτιολογώντας την απόφαση. Η συνεργασία του με περιοδικά τού επέτρεπε να απολαμβάνει τη ζωή στη γαλλική πρωτεύουσα, συνήθως με τη συντροφιά όμορφων γυναικών όπως η Kικί και η Λι Μίλερ. Στο ίδιο διάστημα παρέμεινε ενεργό -αν και ανεπίσημο- μέλος του κινήματος του σουρεαλισμού, δοκιμάζοντας τις δυνάμεις του στη γλυπτική, στον σχεδιασμό παράξενων αντικειμένων και στη σκηνοθεσία ταινιών, ενώ το 1925 έργα του συμπεριλήφθηκαν στην πρώτη έκθεση των σουρεαλιστών, όπου συμμετείχαν, μεταξύ άλλων, ο Πικάσο και ο Μιρό.
Το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου τον ανάγκασε να καταφύγει στις ΗΠΑ, όπου απαθανάτισε ουκ ολίγους σταρ του Χόλιγουντ και γνώρισε τη δεύτερη σύζυγό του, τη χορεύτρια Juliet Browner. Ομως το πραγματικό του «σπίτι» ήταν το Παρίσι, και το 1951 επέστρεψε στην Πόλη του Φωτός, όπου έκανε τα πρώτα του πειράματα με το έγχρωμο φιλμ και φωτογράφισε διασημότητες για τα εξώφυλλα μεγάλων περιοδικών. Εφυγε από τη ζωή το 1976, χωρίς να έχει γνωρίσει την καταξίωση ως ζωγράφος, αλλά έχοντας κερδίσει μία θέση μεταξύ των σημαντικότερων εικαστικών του 20ού αιώνα.