Η ψυχή πηγαίνει καβάλα σ' άλογο
Τώρα η νύχτα έπεφτε γοργά και απ' όλες τις πλευρές γλιστρούσε μέσα στην
καμαρούλα. Κρατώντας στο ένα χέρι ένα μικρό μπουκάλι κονιάκ και στο άλλο το
καπάκι απ' όπου έπινε, ο Κόρινθ κοιτούσε το ταβάνι με βλέμμα απλανές.
Βρισκόταν στη Δρέσδη. Έβλεπε τον εαυτό του ξαπλωμένο, σ' ένα κρεβάτι σ' έναν
πυργίσκο, στη Δρέσδη... καπνίζοντας και πίνοντας αδιάλειπτα κοιτούσε το
ταβάνι. Σε μια γωνία είχε αρχίσει η αποσάθρωση: ένα υπέροχο σημείο με σκασμένο
ασβέστη απ' όπου ξεπρόβαλλε η μούχλα, ρόδινα, γκρίζα σύννεφα. Σκέφτηκε, αν δεν
έχω την επίγνωση ότι βρίσκομαι στη Δρέσδη, τότε πού βρίσκομαι; Δεν είμαι στην
Αμερική, ποτέ δεν ήμουν στην Αμερική. Θυμήθηκε κάτι που είχε διαβάσει κάπου (ή
μπας και το επινόησε ο ίδιος;): Η ψυχή πηγαίνει καβάλα σ' άλογο. Όταν πήγε για πρώτη φορά στη
Νέα Υόρκη, στα δεκατρία του, είχε συνειδητοποιήσει μόνο μετά από τρεις μέρες
ότι βρισκόταν εκεί: την ώρα που διέσχιζε ένα δρόμο, μες στη μέση του δρόμου,
ανάμεσα στα αυτοκίνητα: Νέα Υόρκη. Η ψυχή του είχε ακολουθήσει καβάλα σε άλογο - να την.
Δεν ήθελε να γίνει μηχανοκίνητη. Αυτή τη στιγμή έπλεε μερικές εκατοντάδες
χιλιόμετρα από τις ακτές του Λονγκ Άιλαντ, σε μια σκούνα με φουσκωτά πανιά καθ'
οδόν για την Ευρώπη· στο πανδοχείο της Χάβρης χλιμίντριζαν τα άλογα της ταχυδρομικής
άμαξας. Εκείνη θα έφτανε μόνο όταν ο ίδιος θα είχε γυρίσει προ πολλού στη
Βαλτιμόρη - μήνες αργότερα, όταν με τα γυμνά μπράτσα του να εξέχουν από την
άσπρη μπλούζα κι ένα κομμάτι νάιλον μπροστά στο στόμα θα στεκόταν σκυμμένος
πάνω από μια γυναίκα η οποία άνοιγε διάπλατα το γεμάτο χρυσό στόμα της προς
τον ουρανό έξω, όπου ορθώνονταν γκριζωπά βουνά από μολύβι: Δρέσδη. Μόνο τότε η ψυχή του θα
ανέβαινε τη σκάλα μαζί με τον Λούντβιχ και θα κοιτούσε τις ετοιμοθάνατες
μύγες. Για μήνες θα αναγκαζόταν να τα βγάλει πέρα χωρίς τον εαυτό του, όπως
μετά τον πόλεμο τα είχε βγάλει πέρα χωρίς τον εαυτό του για χρόνια. Ήπιε και
έκλεισε τα μάτια και σκέφτηκε, η Γη είναι καλυμμένη με ανθρώπους που
ταξιδεύουν πιο γρήγορα από την ψυχή τους, με τρένα και αυτοκίνητα και
αεροπλάνα, και ανάμεσα τους υπάρχει ο δέκατος όγδοος αιώνας των ξέπνοων ψυχών,
καβάλα σε άλογα, σε βάρκες, σε άμαξες· και ορισμένοι δεν πρόκειται ποτέ να
προφτάσουν τον εαυτό τους. Παντού πεθαίνουν σώματα χωρίς να έχουν ξαναβρεί την
ψυχή τους, και μοναχικές ψυχές ταξιδεύουν ακόμα, αλλάζουν άλογα,
διανυκτερεύουν σε πανδοχεία, συνεχίζουν το ταξίδι τους, καθ' οδόν για έναν
τάφο. Και ορισμένες ψυχές πεθαίνουν από ατύχημα, ή δολοφονούνται από ληστές ή
γίνονται οι ίδιες ληστές, μ' ένα τσόχινο καπέλο κατεβασμένο χαμηλά ως τα μάτια
τους κι ένα μαύρο πανί μπροστά στο στόμα τους, και πετάγονται αιμοσταγείς από
τους θάμνους όταν εμφανίζεται μια καλή ψυχή στον επαρχιακό δρόμο, ένας άγιος,
ένας άγγελος -
«... η ωραία Ελένη δεν παίζει πια...» (: ένας τύπος σε μια ανισόπεδη
διάβαση).
απόσπασμα από ΤΟ ΠΕΤΡΙΝΟ ΝΥΦΙΚΟ ΚΡΕΒΑΤΙ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου