Η Χέλα μονολογεί καθώς σκέφτεται τον Κόρινθ...
Σκεφτόταν
και δεν σκεφτόταν
Μυρίζω
από πάνω ως κάτω σαπούνι σαν μωρό κι όπου να 'ναι θα γεμίσω κοκκινίλες επειδή
δεν θα έρθει και δεν ξέρω καν πού είναι, στη στέγη δεν έκαιγε το φως του και ο
Λούντβιχ είπε ότι μπήκε στον κήπο την ώρα που του μιλούσε, μες στη μέση της
κουβέντας, και ότι φερόταν παράξενα, δεν ήξερε πώς, αλλά παράξενα και γιατί δεν
έρχεται κοντά μου, αφού μπορεί να μου πει τα πάντα, θα μπορούσα να τον βοηθήσω
αλλά δεν με σκέφτεται καν, δεν θυμάται καν ότι υπάρχω, πάντως δεν είναι μ' αυτό
το χαζοκόριτσο που δεν τολμάει καν να με αντικρίσει πια και ό,τι έχω τώρα απ'
αυτόν είναι το καπέλο του που η κυρία της γκαρνταρόμπας μού έδωσε απορημένη
ενώ κοιτούσε αριστερά και δεξιά μου και χαμογελούσε λυπημένα-
τόσο γελοία είμαι
και τι να κάνω, τώρα δεν πρόκειται να έρθει ποτέ πια κάποιος σαν αυτόν, αφού το
ήξερα από τη στιγμή που τον πλησίαζα στο αεροδρόμιο και τα μεγάφωνα έλεγαν «Mr. Corinth, Information Desk, Mr. Corinth» και το είδα και είδα ότι εκείνος είδε ότι
εγώ το είδα, δεν συμβαίνει και τόσο συχνά αλλά ίσως σ' αυτόν με κάθε γυναίκα,
φορούσε αυτό το αστείο καπελάκι πάνω από το σκισμένο πρόσωπο του και τα μάτια
του ήταν δύο κομματάκια γαλάζιο που πέταξαν κοντά μου από την Αμερική για να
περιεργαστούν εμένα και γελαστός έβγαλε το καπελάκι του αυτό εδώ το καπελάκι
και σκέφτηκα, ω Θεέ μου, μακάρι να μην είναι και καραφλός από πάνω, με
διάσπαρτα καραφλά σημεία, αλλά τα μαλλιά του ανέμιζαν και δεν ήξερα τι να πω,
σκέφτηκα, κοίτα ηλίθια σύμπτωση, ένας οδοντίατρος κι εγώ φοράω το δοντάκι του
Βίκτορ αλλά έριξε μια ματιά και φυσικά δεν είπε τίποτε αλλά ούτε αργότερα,
δηλαδή, τι αργότερα, λίγες ώρες αργότερα, όταν ήταν ξαπλωμένος πάνω μου και το
καπέλο του εκεί πέρα πάνω στο άλλο κρεβάτι-
χωρίς
καπέλο τριγυρνάει έξω και ποτέ παλτό, πώς να ξυπνήσω αύριο και να πάω στο
συνέδριο και θα τον δω κι εκείνος θα με χαιρετήσει ευγενικά και θα μου μιλήσει
στον πληθυντικό επειδή του το ζήτησα εγώ και δεν θέλω να προσπαθήσω να το
καταλάβω, το είδα στα μάτια του, τον έχασα και
είναι αδιανόητο, το έχω ξαναδεί μόνο στη Χίλντεγκαρντ, μήπως κατάλαβα τη
Χίλντεγκαρντ που φορούσε δύο μπότες κι ένα πιστόλι κρεμασμένο στους γοφούς της
όταν πέρασε χαμογελαστή από δίπλα μας κρατώντας έναν κουβά γεμάτο κεφάλια και
τα έδειξε σφυρίζοντας στους γελαστούς ευνούχους που κάθονταν κάτω από τον
καυτό ήλιο ακουμπισμένοι στις ασβεστωμένες σανίδες του αναρρωτηρίου, αλλάζει,
δεν το κατάλαβα όπως δεν κατάλαβα εκείνη την τσιγγάνα από το Παράπηγμα Γ που η
Χίλντεγκαρντ τη σάπισε στο ξύλο και που πέθανε τον πανηγυρικό θάνατο της,
τραγουδώντας ερωτικά τραγούδια για τη Χίλντεγκαρντ η οποία στεκόταν δίπλα της,
λικνίζοντας τους γοφούς της και χαμογελώντας σ' εμάς, είναι δύο κόσμοι, ναι
έτσι πρέπει να το δω και στο μεταξύ εκείνος καθόταν πάνω από τη Βρέμη ή το
Αμβούργο χορτάτος και καλοξυρισμένος σ' ένα αστραφτερό αεροπλάνο με όργανα
μέτρησης και πολύ ήρεμα πίεσε μ' ένα μανικιουρισμένο δάχτυλο ένα κόκκινο
κουμπάκι, φονιάς είναι, ένας κοινός δολοφόνος κι από το στρατόπεδο έφευγαν
φορτηγά γεμάτα ρούχα σαν δώρο αγάπης προς τις φλεγόμενες πόλεις με αποτέλεσμα
στο τέλος ολόκληρη η Γερμανία να φοράει εβραϊκά ρούχα, όλα ρούχα δίχως ανθρώπους
όπως τούτο το καπέλο, το φόρεσε άραγε ποτέ, αν φανταστώ ότι το φοράει κάθεται
στις φτέρνες κάτω από τις κουβέρτες ανάμεσα στα πόδια μου, τον θέλω-
δεν
θα έρθει, δεν θα έρθει ποτέ πια, δεν μπορούσε καν να μου μιλήσει πια, απλά όπως
χτες το απόγευμα όταν κάναμε περίπατο στο Βερολίνο και ήμουν σκληρή μαζί του,
σαν τεράστια κοτρόνα ήμουν, Θεέ μου, Θεέ μου, Θεέ μου, δεν έπρεπε να είναι
αυτονόητο αλλά εκείνος απλά το αγνόησε, πού θα ξαναβρούμε τέτοιον άντρα, αυτό
έλειπε τώρα, τώρα κάθομαι και κλαίω τη μοίρα μου, και όταν στο υπαίθριο μαγαζάκι
που στήσανε σε ένα ερείπιο πίναμε εκείνο το χιλιανό κρασί που έχουν στο
Βερολίνο και η λεωφόρος Ούντερ ντεν Λίντεν ήταν φίσκα από τους ανθρώπους που
παρακολουθούσαν τις κυνοδρομίες στο δρόμο και δεν ρώτησε καν για ποιο λόγο
γίνονταν όλα αυτά, επειδή υπάρχουμε εφτά χρόνια, εμείς η Γερμανική Λαοκρατική
Δημοκρατία, το φορούσε στο κεφάλι του· είναι τρελός επειδή είναι άντρας και
βγήκε από μια γυναίκα όπως όλοι οι άντρες και γι' αυτό υπάρχει μια δεύτερη ζωή
στη ζωή του με την οποία έχει κάποια σχέση ο Σνάιντερχαν και παρόμοιοι
άνθρωποι, αλλιώς γιατί ήταν πάλι εδώ απόψε άραγε, όπως είπε ο Λούντβιχ, και
ήθελε να του μιλήσει, κάτι κάνουν μαζί, μπορεί να είναι και κατάσκοπος, τότε
θα με πάνε κατευθείαν στο Μπάουτσεν και δεν θα μ' ένοιαζε καν, είναι η δεύτερη
ζωή του, γι' αυτό άλλωστε έκανε τα γλυκά μάτια στην Κάριν, νόμιζα ότι η καρδιά
μου θα σταματούσε γιατί πίστευα ότι κάτι σήμαινα γι' αυτόν, η ηλίθια, πίστευα
ότι με είχε ανάγκη αλλά με έχει ανάγκη όσο έχει ανάγκη αυτό το καπέλο και ποτέ
δεν φοράει παλτό αλλά αν δεν είχε συμβεί τώρα θα είχε συμβεί σε πέντε μέρες όταν
θα γυρίσει σπίτι αλλά δεν ήταν ανάγκη να συμβεί με τέτοιον τρόπο, μακάρι να
πέθαινα-
όλα
είναι σιωπηλά σαν τάφος, ολόκληρη η φάρα κοιμάται όπως χτες βράδυ αλλά τώρα
εκείνος δεν είναι εδώ και είμαι μόνη τώρα ξέρω ότι τον λένε Νόρμαν, το έψαξα,
«Νόρμαν» ήθελα να του πω, «Νόρμαν, μ' αρέσει, ναι, αυτό κάνε, Νόρμαν, κι εμένα
μ' αρέσει», δεν ήθελα να αισθάνομαι πόρνη ρωτώντας τον απόψε πώς τον λένε,
κοιμήθηκα μ' έναν άντρα του οποίου δεν γνώριζα το όνομα και ποτέ δεν έκανα
έρωτα έτσι με όλους αυτούς των οποίων γνώριζα όλα τα ονόματα τους και τα
ονόματα των αδερφών τους και τους αριθμούς του τηλεφώνου τους απ' έξω και
ανακατωτά, τον είχα και το σπέρμα του είχε γεύση από ωμά μανιτάρια και καθόμουν
μαζί του σε μια ζεστή μικρή σφαίρα και τίποτα πια δεν μπορούσε να συμβεί, για
πρώτη φορά από κι εγώ δεν ξέρω πότε δεν ήμουν μόνη και τώρα δεν θέλω ποτέ πια
άντρα, μ' έκανε για πάντα παρθένα και η νύχτα και η παραφροσύνη στα μάτια του
τον έκλεψαν από μένα, τον αγαπημένο μου, αυτό είναι που μου απομένει από τη
ζωή μου: ένα δόντι, ένα καπέλο...
Με
κλειστά μάτια πίεσε τα χείλη της στο καπέλο και το έβαλε στο πρόσωπο της, ενώ
γλίστρησε πιο βαθιά κάτω από τα σκεπάσματα. Ασάλευτη αφουγκραζόταν, το πρόσωπο
της καλυμμένο από το καπέλο. Με βαθιές ανάσες ρουφούσε τη μυρωδιά και ξαφνικά
το σώμα της άρχισε να τραντάζεται στο κρεβάτι και έσκουξε σαν παιδί. Με το
πρόσωπο της συσπασμένο από τα κλάματα ψέλλισε «να το, έρχεται» και τράβηξε το
καπέλο κάτω από τα σκεπάσματα και το έσφιξε πάνω στα στήθη της και την κοιλιά
της, ενώ πίεσε το στόμα της, απ' όπου έτρεχαν τα σάλια, στο μαξιλάρι και
οδυρόταν «Νόρμαν, Νόρμαν, δεν θα πάψει ποτέ πια, Νόρμαν, δεν θα πάψει πια».