Κυριακή 18 Νοεμβρίου 2012

Nobuyoshi Araki

Άραγε πως ερωτεύονται οι άλλοι; Οι ξένοι; Οι Ιάπωνες; Αυτά τα ερωτήματα με τράβηξαν στον Ιάπωνα φωτογράφο Nobuyoshi Araki και στις φωτογραφίες του για την τέχνη του ...έρωτα.










Σάββατο 10 Νοεμβρίου 2012

Χέλμουτ Νιούτον

Ο Χέλμουτ Νιούτον είναι γερμανός φωτογράφος (1920-2004). Οι φωτογραφίες του, ασπρόμαυρες κυρίες, απεικονίζουν γυναίκες, γυναίκες-μοντέλα, με έντονο αισθησιασμό και μία δυναμικότητα που απορρίπτουν το αρσενικό φύλο. Επέλεξα μια σειρά από φωτογραφίες που ακροβατούν στα όρια ανάμεσα στην πρόσκληση και την τέχνη, ανάμεσα στην καλλιτεχνική και ηδονοβλεπτική ματιά.






















Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2012

Κυνηγοί Κεφαλών - JO NESBO


Βιβλιοκριτικές...αλλότριες!


Ενα πρωτότυπο θέμα επέλεξε για το μυθιστόρημά του «Κυνηγοί Κεφαλών» ο Νορβηγός συγγραφέας Jo Nesbo, το οποίο αναδείχτηκε επιπλέον από την τεχνική της αφήγησης, που γίνεται σε πρώτο πρόσωπο από τον πρωταγωνιστή, ενώ τα κενά της συμπληρώνονται στην εξέλιξη της ιστορίας με καταιγιστικές ανατροπές. Και αν η αστυνομική ιστορία δεν είναι παρά το παιχνίδι μεταξύ ενοχής και αθωότητας ή η διαμάχη ανάμεσα στο καλό και το κακό, εδώ όλες οι αρετές και η ηθική προσέγγιση των πραγμάτων ανατρέπονται για να φανεί ότι στη ζωή το δίκαιο και η ηθική τάξη δεν έχουν πάντα τον πρώτο λόγο, ότι η αδικία και η απάτη δεν τιμωρούνται σε κάθε περίπτωση.
Το να μπορέσει όμως κάποιος με «όπλο» την ευφυΐα του να εξουδετερώσει τους αντιπάλους του, αλλά και τον κρατικό μηχανισμό, χρειάζεται εκτός από την τόλμη και ισχυρή δόση της αγαθής τύχης. Πάντως, όπως και να έχει, η ιστορία του Νέσμπο μπορεί να ιδωθεί ως ένα καλοστημένο οξυδερκές επιτραπέζιο παιχνίδι, οι κανόνες του οποίου στήθηκαν αμέσως με τη σύλληψη της ιστορίας, μιας υπόθεσης που είναι προδιαγεγραμμένη από την αρχή χωρίς αλλαγές, διότι κάθε μικρή αλλαγή θα ανάτρεπε το οικοδόμημά της.
Ο Ρόγκερ Μπρόουν, γιος οδηγού στη βρετανική πρεσβεία στο Οσλο, καθόλου γοητευτικός, αλλά ευφυής, είναι το πιο λαμπρό αστέρι στο στερέωμα στρατολόγησης επιχειρηματικών ταλέντων στη Νορβηγία. Παντρεμένος με την εύπορη και όμορφη ιδιοκτήτρια μιας αίθουσας τέχνης, την Ντιάνα, έχει όλα όσα θα επιθυμούσε κανείς: καλή προσωπική ζωή και επιτυχημένη καριέρα, οικονομική άνεση και δόξα. Κι όμως, η απληστία και η τυχοδιωκτική διάθεση τον οδηγούν από την ασφάλεια του γραφείου του στους περίπλοκους δρόμους της παρανομίας, από τη θέση του κυνηγού γίνεται το θήραμα σε ένα παιχνίδι στο οποίο οι ρόλοι μεταβάλλονται πολύ γρήγορα και η συμβολή του καθενός είναι αμφίβολη. Το κυνήγι ξεκινά από τα πολυτελή γραφεία μιας εταιρείας για να περάσει από τα υπόγεια αγροτικών σπιτιών, κακόφημων συνοικιών του Οσλο και για να καταλήξει, στο τέλος, ο κυνηγός, εξαγνισμένος από την επιτυχία του και ανακουφισμένος, χωρίς ίχνος ενοχών, στην αρχική του θέση.
Ο ήρωας του Νέσμπο διαθέτει τον αμοραλισμό του Ρίπλεϊ, του πρωταγωνιστή των μυθιστορημάτων της Πατρίτσια Χάισμιθ, η οποία υποστήριζε ότι στο αστυνομικό είδος όλα επιτρέπονται και ότι η ηθική τίθεται εν αμφιβόλω. Πρόκειται για τον θρίαμβο του «κακού»; Πιθανόν, εφόσον και στη ζωή η απόδοση δικαιοσύνης και η διαλεύκανση των μυστηρίων δεν αποτελούν απόλυτες βεβαιότητες.
Συνεχείς ανατροπές
Σ’ αυτό το μυθιστόρημα, οι αστυνομικοί βρίσκονται στη σκιά, ενώ ο επιθεωρητής του εγκληματολογικού περιγράφεται ως ένας ματαιόδοξος τύπος, νάρκισσος, που πιο πολύ ενδιαφέρεται για την προβολή του στην τηλεόραση παρά για το κυνήγι της αλήθειας. Αλλωστε, οι πολύπλοκες ιστορίες σαν αυτήν που δημιουργήθηκε στα ρετιρέ της κοινωνίας του Οσλο δεν φαίνεται να είναι από τις αγαπημένες του. Ο δαιμόνιος αφηγητής έχει όλα τα χαρτιά στο μανίκι του και τα διαμοιράζει σύμφωνα με τους κανόνες που έχει ορίσει ο ίδιος, αξιοποιώντας στο έπακρο τις ικανότητές του, αλλά και τις δυνατότητες που του προσέφερε η απαιτητική του ενασχόληση, να ανακαλύπτει δηλαδή τα πιο ικανά στελέχη για μεγάλες εταιρείες. Η διαχείριση της αναστάτωσης καθώς και οι περιπέτειες θα φέρουν εντέλει την ισορροπία, αυτήν την κατάσταση που για να οργανωθεί και να διοικηθεί μια εταιρεία είναι από τα πιο απαραίτητα συστατικά.

Της Χρυσας Σπυροπουλου

Σάββατο 8 Σεπτεμβρίου 2012

Η Άλκηστη μονολογεί

Η Άλκηστη δέχεται να θυσιαστεί στη θέση του άντρα της και έτσι να σωθεί ο άντρας της. Τι του ζητά όμως για αντάλλαγμα; (απόσπασμα από την ομώνυμη τραγωδία)

 'Αδμητε, βλέπεις την κατάστασή μου·
πριν ξεψυχήσω, αυτά που 'χω στο νου μου
θέλω ν' ακούσεις. Τη ζωή μου δίνω,
τιμώντας σε, για τη ζωή σου, κι έτσι
πεθαίνω, για να χαίρεσαι του ήλιου
το φέγγος· θα μπορούσα να ξεφύγω
το θάνατο και ταίρι μου να πάρω
μέσα στη Θεσσαλία όποιον ποθούσα
και σε παλάτι πλούσιο να μείνω,
βασιλικό. Δε θέλησα να ζήσω
μακριά σου και με τέκνα ορφανεμένα
ούτε λυπήθηκα τη νιότη που έχω
και τις χαρές της. Σε πρόδωσαν όμως
η μάνα κι ο γονιός σου, ενώ μπορούσαν,
μια κι είχαν την κατάλληλη ηλικία,
να σώσουν το παιδί τους, δοξασμένα
πεθαίνοντας. Μοναχογιός τους ήσουν
κι ούτε υπάρχει ελπίδα ν' αποκτήσουν
άλλα παιδιά μετά το θάνατό σου.
Θα ζούσαμε κι οι δυο τα υπόλοιπά μας
χρόνια κι εσύ δε θα 'χες απομείνει
δίχως γυναίκα να θρηνείς και τέκνα
δε θα 'χες ορφανά. Μα ετούτα
κάποιος θεός τα έφερε έτσι. Ας είναι· τώρα
τι χάρη μού χρωστάς μη λησμονήσεις·
θα σου ζητήσω κάτι που δεν είναι
αντάξιό της —τίποτα δε στέκει
πιο πάνω απ' τη ζωή— μα ως δίκιο
θα το παραδεχτείς· τα τέκνα τούτα
καθώς εγώ αγαπάς, αν έχεις σκέψη
φρόνιμη· να τα κάνεις του σπιτιού μας
αφέντες, μητριά να μην τους βάλεις
που σαν εμέ καλή δε θα 'ναι κι έτσι
χέρι κακίας πάνω τους θ' απλώσει.
Μην κάνεις κάτι τέτοιο, σ' το ζητάω.
Η μητριά είναι εχθρός στα ξένα τέκνα
και πιο σκληρή απ' την όχεντρα. Έχει
τ' αγόρι τον πατέρα του μεγάλο
πύργο, μα εσύ κορίτσι μου, τα χρόνια
της παρθενιάς καλά πώς θα περάσεις;
Ποια θα 'χεις μητριά από το γονιό σου;
Μήπως με ντροπιασμένη κακή φήμη,
στης νιότης το λουλούδισμα, χαλάσει
το γάμο σου; Κορούλα μου, δε θα 'ναι
κοντά η μητέρα σου να σε παντρέψει
μήτε στις γέννες σου για να σου δίνει
κουράγιο, που κανένας άλλος τότε
δε σε πονάει πιότερο απ' τη μάνα.
Μα πρέπει να πεθάνω και δε θά 'ρθει
αύριο ή μεθαύριο το κακό, σε λίγο
στους ζωντανούς δε θα με λογαριάζουν.
Έχετε γεια και να 'στε ευτυχισμένοι·
κι εσύ, άντρα μου, μπορείς να το καυχιέσαι
πως είχες την καλύτερη γυναίκα,
κι εσείς, παιδιά, την πιο καλή μητέρα.

Τετάρτη 22 Αυγούστου 2012

O μονόλογος της Χέλα

 Η Χέλα μονολογεί καθώς σκέφτεται τον Κόρινθ...

Σκεφτόταν και δεν σκεφτόταν
Μυρίζω από πάνω ως κάτω σαπούνι σαν μωρό κι όπου να 'ναι θα γεμίσω κοκκινίλες επειδή δεν θα έρθει και δεν ξέ­ρω καν πού είναι, στη στέγη δεν έκαιγε το φως του και ο Λούντβιχ είπε ότι μπήκε στον κήπο την ώρα που του μιλού­σε, μες στη μέση της κουβέντας, και ότι φερόταν παράξενα, δεν ήξερε πώς, αλλά παράξενα και γιατί δεν έρχεται κοντά μου, αφού μπορεί να μου πει τα πάντα, θα μπορούσα να τον βοηθήσω αλλά δεν με σκέφτεται καν, δεν θυμάται καν ότι υπάρχω, πάντως δεν είναι μ' αυτό το χαζοκόριτσο που δεν τολμάει καν να με αντικρίσει πια και ό,τι έχω τώρα απ' αυ­τόν είναι το καπέλο του που η κυρία της γκαρνταρόμπας μού έδωσε απορημένη ενώ κοιτούσε αριστερά και δεξιά μου και χαμογελούσε λυπημένα-
τόσο γελοία είμαι και τι να κάνω, τώρα δεν πρόκειται να έρθει ποτέ πια κάποιος σαν αυτόν, αφού το ήξερα από τη στιγμή που τον πλησίαζα στο αεροδρόμιο και τα μεγάφωνα έλεγαν «Mr. Corinth, Information Desk, Mr. Corinth» και το είδα και είδα ότι εκείνος είδε ότι εγώ το είδα, δεν συμ­βαίνει και τόσο συχνά αλλά ίσως σ' αυτόν με κάθε γυναίκα, φορούσε αυτό το αστείο καπελάκι πάνω από το σκισμένο πρόσωπο του και τα μάτια του ήταν δύο κομματάκια γαλά­ζιο που πέταξαν κοντά μου από την Αμερική για να πε­ριεργαστούν εμένα και γελαστός έβγαλε το καπελάκι του αυτό εδώ το καπελάκι και σκέφτηκα, ω Θεέ μου, μακάρι να μην είναι και καραφλός από πάνω, με διάσπαρτα καραφλά σημεία, αλλά τα μαλλιά του ανέμιζαν και δεν ήξερα τι να πω, σκέφτηκα, κοίτα ηλίθια σύμπτωση, ένας οδοντίατρος κι εγώ φοράω το δοντάκι του Βίκτορ αλλά έριξε μια ματιά και φυσικά δεν είπε τίποτε αλλά ούτε αργότερα, δηλαδή, τι αρ­γότερα, λίγες ώρες αργότερα, όταν ήταν ξαπλωμένος πάνω μου και το καπέλο του εκεί πέρα πάνω στο άλλο κρεβάτι-
χωρίς καπέλο τριγυρνάει έξω και ποτέ παλτό, πώς να ξυ­πνήσω αύριο και να πάω στο συνέδριο και θα τον δω κι ε­κείνος θα με χαιρετήσει ευγενικά και θα μου μιλήσει στον πληθυντικό επειδή του το ζήτησα εγώ και δεν θέλω να προ­σπαθήσω να το καταλάβω, το είδα στα μάτια του, τον έχα­σα και είναι αδιανόητο, το έχω ξαναδεί μόνο στη Χίλντεγκαρντ, μήπως κατάλαβα τη Χίλντεγκαρντ που φορούσε δύο μπότες κι ένα πιστόλι κρεμασμένο στους γοφούς της όταν πέρασε χαμογελαστή από δίπλα μας κρατώντας έναν κου­βά γεμάτο κεφάλια και τα έδειξε σφυρίζοντας στους γελα­στούς ευνούχους που κάθονταν κάτω από τον καυτό ήλιο α­κουμπισμένοι στις ασβεστωμένες σανίδες του αναρρωτηρίου, αλλάζει, δεν το κατάλαβα όπως δεν κατάλαβα εκείνη την τσιγγάνα από το Παράπηγμα Γ που η Χίλντεγκαρντ τη σά­πισε στο ξύλο και που πέθανε τον πανηγυρικό θάνατο της, τραγουδώντας ερωτικά τραγούδια για τη Χίλντεγκαρντ η ο­ποία στεκόταν δίπλα της, λικνίζοντας τους γοφούς της και χαμογελώντας σ' εμάς, είναι δύο κόσμοι, ναι έτσι πρέπει να το δω και στο μεταξύ εκείνος καθόταν πάνω από τη Βρέμη ή το Αμβούργο χορτάτος και καλοξυρισμένος σ' ένα αστρα­φτερό αεροπλάνο με όργανα μέτρησης και πολύ ήρεμα πίε­σε μ' ένα μανικιουρισμένο δάχτυλο ένα κόκκινο κουμπάκι, φονιάς είναι, ένας κοινός δολοφόνος κι από το στρατόπεδο έφευγαν φορτηγά γεμάτα ρούχα σαν δώρο αγάπης προς τις φλεγόμενες πόλεις με αποτέλεσμα στο τέλος ολόκληρη η Γερ­μανία να φοράει εβραϊκά ρούχα, όλα ρούχα δίχως ανθρώ­πους όπως τούτο το καπέλο, το φόρεσε άραγε ποτέ, αν φα­νταστώ ότι το φοράει κάθεται στις φτέρνες κάτω από τις κου­βέρτες ανάμεσα στα πόδια μου, τον θέλω-
δεν θα έρθει, δεν θα έρθει ποτέ πια, δεν μπορούσε καν να μου μιλήσει πια, απλά όπως χτες το απόγευμα όταν κάναμε περίπατο στο Βερολίνο και ήμουν σκληρή μαζί του, σαν τε­ράστια κοτρόνα ήμουν, Θεέ μου, Θεέ μου, Θεέ μου, δεν έπρε­πε να είναι αυτονόητο αλλά εκείνος απλά το αγνόησε, πού θα ξαναβρούμε τέτοιον άντρα, αυτό έλειπε τώρα, τώρα κάθο­μαι και κλαίω τη μοίρα μου, και όταν στο υπαίθριο μαγαζά­κι που στήσανε σε ένα ερείπιο πίναμε εκείνο το χιλιανό κρα­σί που έχουν στο Βερολίνο και η λεωφόρος Ούντερ ντεν Λίντεν ήταν φίσκα από τους ανθρώπους που παρακολουθού­σαν τις κυνοδρομίες στο δρόμο και δεν ρώτησε καν για ποιο λόγο γίνονταν όλα αυτά, επειδή υπάρχουμε εφτά χρόνια, ε­μείς η Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία, το φορούσε στο κεφάλι του· είναι τρελός επειδή είναι άντρας και βγήκε από μια γυναίκα όπως όλοι οι άντρες και γι' αυτό υπάρχει μια δεύτερη ζωή στη ζωή του με την οποία έχει κάποια σχέση ο Σνάιντερχαν και παρόμοιοι άνθρωποι, αλλιώς γιατί ήταν πάλι εδώ απόψε άραγε, όπως είπε ο Λούντβιχ, και ήθελε να του μιλήσει, κάτι κάνουν μαζί, μπορεί να είναι και κατάσκο­πος, τότε θα με πάνε κατευθείαν στο Μπάουτσεν και δεν θα μ' ένοιαζε καν, είναι η δεύτερη ζωή του, γι' αυτό άλλωστε έ­κανε τα γλυκά μάτια στην Κάριν, νόμιζα ότι η καρδιά μου θα σταματούσε γιατί πίστευα ότι κάτι σήμαινα γι' αυτόν, η ηλίθια, πίστευα ότι με είχε ανάγκη αλλά με έχει ανάγκη όσο έχει ανάγκη αυτό το καπέλο και ποτέ δεν φοράει παλτό αλ­λά αν δεν είχε συμβεί τώρα θα είχε συμβεί σε πέντε μέρες ό­ταν θα γυρίσει σπίτι αλλά δεν ήταν ανάγκη να συμβεί με τέτοιον τρόπο, μακάρι να πέθαινα-
όλα είναι σιωπηλά σαν τάφος, ολόκληρη η φάρα κοιμά­ται όπως χτες βράδυ αλλά τώρα εκείνος δεν είναι εδώ και είμαι μόνη τώρα ξέρω ότι τον λένε Νόρμαν, το έψαξα, «Νόρ­μαν» ήθελα να του πω, «Νόρμαν, μ' αρέσει, ναι, αυτό κάνε, Νόρμαν, κι εμένα μ' αρέσει», δεν ήθελα να αισθάνομαι πόρ­νη ρωτώντας τον απόψε πώς τον λένε, κοιμήθηκα μ' έναν άντρα του οποίου δεν γνώριζα το όνομα και ποτέ δεν έκα­να έρωτα έτσι με όλους αυτούς των οποίων γνώριζα όλα τα ονόματα τους και τα ονόματα των αδερφών τους και τους α­ριθμούς του τηλεφώνου τους απ' έξω και ανακατωτά, τον είχα και το σπέρμα του είχε γεύση από ωμά μανιτάρια και καθόμουν μαζί του σε μια ζεστή μικρή σφαίρα και τίποτα πια δεν μπορούσε να συμβεί, για πρώτη φορά από κι εγώ δεν ξέρω πότε δεν ήμουν μόνη και τώρα δεν θέλω ποτέ πια άντρα, μ' έκανε για πάντα παρθένα και η νύχτα και η πα­ραφροσύνη στα μάτια του τον έκλεψαν από μένα, τον αγα­πημένο μου, αυτό είναι που μου απομένει από τη ζωή μου: ένα δόντι, ένα καπέλο...
Με κλειστά μάτια πίεσε τα χείλη της στο καπέλο και το έβαλε στο πρόσωπο της, ενώ γλίστρησε πιο βαθιά κάτω α­πό τα σκεπάσματα. Ασάλευτη αφουγκραζόταν, το πρόσω­πο της καλυμμένο από το καπέλο. Με βαθιές ανάσες ρου­φούσε τη μυρωδιά και ξαφνικά το σώμα της άρχισε να τρα­ντάζεται στο κρεβάτι και έσκουξε σαν παιδί. Με το πρόσω­πο της συσπασμένο από τα κλάματα ψέλλισε «να το, έρχε­ται» και τράβηξε το καπέλο κάτω από τα σκεπάσματα και το έσφιξε πάνω στα στήθη της και την κοιλιά της, ενώ πίεσε το στόμα της, απ' όπου έτρεχαν τα σάλια, στο μαξιλάρι και οδυρόταν «Νόρμαν, Νόρμαν, δεν θα πάψει ποτέ πια, Νόρ­μαν, δεν θα πάψει πια».

Τρίτη 14 Αυγούστου 2012

Χ. Μούλις (απόσπασμα)


 Η ψυχή πηγαίνει καβάλα σ' άλογο

Τώρα η νύχτα έπεφτε γοργά και απ' όλες τις πλευρές γλιστρούσε μέσα στην καμαρούλα. Κρατώντας στο ένα χέρι ένα μικρό μπουκάλι κονιάκ και στο άλλο το καπάκι απ' όπου έπινε, ο Κόρινθ κοι­τούσε το ταβάνι με βλέμμα απλανές. Βρισκόταν στη Δρέσδη. Έβλεπε τον εαυτό του ξαπλωμένο, σ' ένα κρεβάτι σ' έναν πυργίσκο, στη Δρέσδη... καπνίζοντας και πίνοντας αδιάλει­πτα κοιτούσε το ταβάνι. Σε μια γωνία είχε αρχίσει η αποσά­θρωση: ένα υπέροχο σημείο με σκασμένο ασβέστη απ' όπου ξεπρόβαλλε η μούχλα, ρόδινα, γκρίζα σύννεφα. Σκέφτηκε, αν δεν έχω την επίγνωση ότι βρίσκομαι στη Δρέσδη, τότε πού βρίσκομαι; Δεν είμαι στην Αμερική, ποτέ δεν ήμουν στην Α­μερική. Θυμήθηκε κάτι που είχε διαβάσει κάπου (ή μπας και το επινόησε ο ίδιος;): Η ψυχή πηγαίνει καβάλα σ' άλογο. Όταν πήγε για πρώτη φορά στη Νέα Υόρκη, στα δεκατρία του, είχε συνειδητοποιήσει μόνο μετά από τρεις μέρες ότι βρι­σκόταν εκεί: την ώρα που διέσχιζε ένα δρόμο, μες στη μέση του δρόμου, ανάμεσα στα αυτοκίνητα: Νέα Υόρκη. Η ψυχή του είχε ακολουθήσει καβάλα σε άλογο - να την. Δεν ήθελε να γίνει μηχανοκίνητη. Αυτή τη στιγμή έπλεε μερικές εκα­τοντάδες χιλιόμετρα από τις ακτές του Λονγκ Άιλαντ, σε μια σκούνα με φουσκωτά πανιά καθ' οδόν για την Ευρώπη· στο πανδοχείο της Χάβρης χλιμίντριζαν τα άλογα της ταχυδρο­μικής άμαξας. Εκείνη θα έφτανε μόνο όταν ο ίδιος θα είχε γυ­ρίσει προ πολλού στη Βαλτιμόρη - μήνες αργότερα, όταν με τα γυμνά μπράτσα του να εξέχουν από την άσπρη μπλούζα κι ένα κομμάτι νάιλον μπροστά στο στόμα θα στεκόταν σκυμ­μένος πάνω από μια γυναίκα η οποία άνοιγε διάπλατα το γε­μάτο χρυσό στόμα της προς τον ουρανό έξω, όπου ορθώνο­νταν γκριζωπά βουνά από μολύβι: Δρέσδη. Μόνο τότε η ψυ­χή του θα ανέβαινε τη σκάλα μαζί με τον Λούντβιχ και θα κοιτούσε τις ετοιμοθάνατες μύγες. Για μήνες θα αναγκαζό­ταν να τα βγάλει πέρα χωρίς τον εαυτό του, όπως μετά τον πόλεμο τα είχε βγάλει πέρα χωρίς τον εαυτό του για χρόνια. Ήπιε και έκλεισε τα μάτια και σκέφτηκε, η Γη είναι καλυμ­μένη με ανθρώπους που ταξιδεύουν πιο γρήγορα από την ψυχή τους, με τρένα και αυτοκίνητα και αεροπλάνα, και α­νάμεσα τους υπάρχει ο δέκατος όγδοος αιώνας των ξέπνοων ψυχών, καβάλα σε άλογα, σε βάρκες, σε άμαξες· και ορισμέ­νοι δεν πρόκειται ποτέ να προφτάσουν τον εαυτό τους. Πα­ντού πεθαίνουν σώματα χωρίς να έχουν ξαναβρεί την ψυχή τους, και μοναχικές ψυχές ταξιδεύουν ακόμα, αλλάζουν ά­λογα, διανυκτερεύουν σε πανδοχεία, συνεχίζουν το ταξίδι τους, καθ' οδόν για έναν τάφο. Και ορισμένες ψυχές πεθαί­νουν από ατύχημα, ή δολοφονούνται από ληστές ή γίνονται οι ίδιες ληστές, μ' ένα τσόχινο καπέλο κατεβασμένο χαμηλά ως τα μάτια τους κι ένα μαύρο πανί μπροστά στο στόμα τους, και πετάγονται αιμοσταγείς από τους θάμνους όταν εμφανί­ζεται μια καλή ψυχή στον επαρχιακό δρόμο, ένας άγιος, ένας άγγελος -
«... η ωραία Ελένη δεν παίζει πια...» (: ένας τύπος σε μια ανισόπεδη διάβαση).

απόσπασμα από ΤΟ ΠΕΤΡΙΝΟ ΝΥΦΙΚΟ ΚΡΕΒΑΤΙ




Παρασκευή 10 Αυγούστου 2012

Kωλο...κατάσταση

Είναι δυνατόν ο κώλος, τα οπίσθια, οι γλουτοί, ο πισινός, η παρά φύσει δίοδος, ο πρωκτός... (ή όπως αλλιώς θέλεις να το αποκαλέσεις) να χρωματιστεί συμβολικά και να αποτελεί μια πρώτη ένδειξη για την ηλικία του ανθρώπου;
Κι όμως είναι...
Όσο πιο νέος είσαι, τόσο πιο πολύ πιστεύεις ότι οι άλλοι ασχολούνται με τον κώλο σου. Ο κώλος ως επίκεντρο του κόσμου. Κοιτάζεις κώλους να κινούνται αρμονικά γύρω σου, λικνιστά οπίσθια. Αλλά και οι άλλοι γύρω σου πιστεύεις ότι κοιτάζουν και ενδιαφέρονται για τον δικό σου κώλο.
Όσο όμως γερνάς, αρχίζεις να συνειδητοποιείς ότι μόνο εσύ ασχολείσαι με το δικό σου κώλο. Διαμορφώνεις μια σχέση εσωτερική, υπόγεια θα έλεγα. Τα προβλήματά σου ξεκινούν και ίσως και τελειώνουν με τον κώλο σου. Εντερο- προβλήματα. Η κυρίαρχη αίσθηση που ήταν η όραση, άντε και η αφή για τους τυχερούς, αντικαθίσταται από την ακοή. Δεν απολαμβάνεις αισθητικά με τα μάτια ή με τα χέρια τους καμπυλωτούς κώλους, αλλά ...ακούς τα εσωτερικά τους μηνύματα. Κωλοκατάσταση σου λέω!

Τρίτη 19 Ιουνίου 2012

Η Τέχνη του να έχεις πάντα δίκιο - Σοπενχάουερ

Πάντοτε με γοήτευε η διάσταση ανάμεσα στην πραγματικότητα και την αλήθεια. Ποια η σχέση μεταξύ τους; Η αλήθεια είναι η υποκειμενική πραγματικότητα, ο δικός σου κόσμος,  ενώ η πραγματικότητα είναι η αντικειμενική διάσταση της αλήθειας, που μπορεί να ισχύει και χωρίς τη δική σου πραγματικότητα. Η δική σου αλήθεια και η αλήθεια των άλλων ως σύνολο. Κι άντε εσύ να συμβιβάσεις το αντικειμενικό και υποκειμενικό. Και τι συμβαίνει άραγε όταν ο καθένας έχει τη δική του αλήθεια; Εδώ εμφανίζεται η αντιπαράθεση και ο διάλογος. Κι εδώ εμφανίζονται και οι σοφιστές οι οποίοι έκαναν τη ρητορική επάγγελμα.
Η πραγματεία του Σοπενχάουερ με τίτλο «η τέχνη του να έχεις πάντα δίκιο» προτείνει κάποιους τρόπους να επιβάλεις την άποψή σου, ακόμη κι αν έχεις άδικο. Ή δεν έχεις τόσο δίκιο:        Γενικεύστε τις συγκεκριμένες θέσεις του αντιπάλου σας, Αποκρύψτε το σχέδιό σας, Ψευδείς προκείμενες, Θέστε ως αξίωμα αυτό που πρέπει να αποδειχτεί, Εκμαιεύστε αποδοχές μέσα από ερωτήσεις, Εκμεταλλευτείτε το πνεύμα αντιλογίας, Διαλέξτε μεταφορές που ευνοούν τη θέση σας, Ισχυριστείτε πως νικήσατε παρόλο που έχετε ηττηθεί, Εξαγάγετε συμπεράσματα μόνοι σας…   Κι όλα αυτά μέσα από σχόλια και προσεγγίσεις του φιλοσόφου Σοπενχάουερ για να μας πείσει ότι… και αυτός έχει δίκιο.

Σάββατο 7 Απριλίου 2012

Το μέγα βιβλίο της τουαλέτας



Ζούμε σε μια εποχή ταχύτητας. Είναι γεγονός. Χρόνος πραγματικά ελεύθερος πού; Στην τουαλέτα! Γι΄ αυτό και το βιβλίο. 

ΤΟ ΜΕΓΑ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΤΟΥΑΛΕΤΑΣ.

Περιέχει λοιπόν:  
Διάσημοι Καθημερινής Χρήσης (Εφιάλτης, Ιούδας, Γκάλοπ...), Διεθνείς Όροι Που Κατάγονται Από Προσωπικότητες (γκιλοτίνα, πραλίνα, σαξόφωνο...), 
Ονομασίες Δρόμων (Ηρώδου Αττικού, Κατεχάκη...), 
Οδωνυμικά Στατιστικά, 
Εθνικοί Ευεργέτες, 
Τα τελευταία λόγια σημαντικών προσωπικοτήτων ( Και συ Βρούτε;------------Δεν είμαι ο τελευταίος που φοβάται να πεθάνει------------------Βοηθήστε με...Με πυροβόλησαν.
Οι περιπέτειες των ανθρώπων και του ανθρώπου................


Οι αρχαίοι ημών πρόγονοι
δεν εγεννήθησαν αρχαίοι
Κι αν επιζούν 
είναι για τη νεότητά τους.


Κι Επιτάφιος λόγος του Περικλή, και πρωτιές των πρώτων, και διάσημοι αριστερόχειρες, και ανέκδοτα: Όταν κάποιος άκουσε πως στον κάτω κόσμο υπάρχει δικαιοσύνη, έτρεξε και αυτοκτόνησε.   ΑΥΤΑ.



Κυριακή 11 Μαρτίου 2012

Κρυφές Ζωές

            
Η ηδονοβλεπτική τάση άραγε μας εξιτάρει; Είμαστε ένας ... ματάκιας; Η κλειδαρότρυπα αποτελεί μια μυστική δίοδο για την κοινωνική μας γνώση; Η ιδιωτική ζωή φωτίζει την γενικότερη, δημόσια εικόνα κάποιου; Και μάλιστα ενός δημόσιου, διάσημου προσώπου; Αν ναι, τότε αξίζει να διαβάσει κανείς το προτεινόμενο βιβλίο.

          
Ο Μπαλζάκ έπινε πενήντα φλιτζάνια τούρκικο καφέ την ημέρα, κι αυτό τον έκανε τόσο παραγωγικό.Εκτός όμως από τη διαύγεια ο καφές χάρισε στον Μπαλζάκ και κράμπες στο στομάχι, υψηλή πίεση και μια διογκωμένη καρδιά...Και ένα πρόωρο θάνατο στα 51 του χρόνια.

            
Ο λόρδος Μπάυρον ανάμεσα στις χιλιάδες ερωμένες είχε και την ετεροθαλή του αδελφή, Αυγούστα Λέιχ. Κάποιοι λένε ότι η κόρη της Αυγούστας, Μεντόρα, ήταν "γέννημα" του λόρδου. Ο Μπάιρον είχε ένα δικό του τρόπο για να απαθανατίζει τις ερωμένες του: έκοβε μια τουφίτσα από το τριχωτό του εφηβαίου, την έβαζε σε φάκελο και τον σφράγιζε σημειώνοντας το όνομα της γυναίκας.

          
Ο Μαρκ Τουέιν είπε κάποτε: "Αν ο άνθρωπος διασταυρωνόταν ποτέ με τη γάτα, θα ήταν πρόοδος για την ανθρωπότητα, αλλά καταδίκη για τις γάτες".

Σάββατο 11 Φεβρουαρίου 2012

Η μελαγχολία των λιονταριών



ΠΕΔΡΟ ΧΟΥΑΝ ΓΚΟΥΤΙΕΡΕΣ
Η μελαγχολία των λιονταριών
μετ.: Κλεοπάτρα Ελαιοτριβιάρη
εκδ. Μεταίχμιο 

Στα μυθιστορήματα του Πέδρο Χουάν Γκουτιέρες (γενν. Κούβα, 1950) πρωταγωνιστεί σχεδόν πάντα η πατρίδα του, Κούβα, και ειδικότερα η Αβάνα, η πρωτεύουσά της. Δεσπόζει ακόμη και στους τίτλους: «Η βρόμικη τριλογία της Αβάνας», «Ο βασιλιάς της Αβάνας», «Ο έρωτας νοστάλγησε την Κούβα», «Ο δικός μας Γκράχαμ Γκρην στην Αβάνα», «Στην καρδιά της Κούβας»... Στο επίκεντρο της θεματικής του, η ανελεύθερη ζωή στην Κούβα, η παρακμή της πολιτικής, η μανία για το σεξ, η απογοήτευση του σύγχρονου ανθρώπου από τις συνθήκες της ζωής του - όλα αυτά ιδωμένα και σχολιασμένα με γενναίες δόσεις κυνισμού, στοιχείο που προσέδωσε στον συγγραφέα τον χαρακτηρισμό του «Μπουκόφσκι της Κούβας».
Στα τέλη της δεκαετίας του ’80, όμως, ο Γκουτιέρες ανοίγει μια παρένθεση στο μυθιστορηματικό του έργο και γράφει τα διηγήματα της συλλογής «Η μελαγχολία των λιονταριών» (κυκλοφόρησε μόλις το 2000), από τα οποία λείπει οποιαδήποτε ρητή αναφορά στην Κούβα. Το βιβλίο περιλαμβάνει 55 σύντομα πεζά, μερικά από τα οποία δεν υπερβαίνουν σε έκταση τη μία σελίδα. Αυτή η τόσο μικρή πεζογραφική φόρμα δεν είναι φυσικά καινούργια? έχει τις ρίζες της στους μύθους του Αισώπου και βρήκε τη συνέχειά της σε όλες τις ανά τον κόσμο εθνικές λογοτεχνίες μέσα στους αιώνες, για να επανέλθει δυναμικά στο προσκήνιο τους δύο περασμένους αιώνες, με ιδιαίτερη έμφαση την τελευταία δεκαετία (για την προβολή αυτού του σύγχρονου φαινομένου των εξαιρετικά σύντομων πεζών, το περιοδικό «Πλανόδιον» έχει δημιουργήσει ειδικό ιστολόγιο: http:// bonsaistoriesflashfiction.wordpress. com).
Αυτόνομα
Παρά την εξαιρετική τους συντομία, τα διηγήματα του είδους αποτελούν αυτόνομες δημιουργίες, με κριτήριο «όχι την εισαγωγή λιγότερων λέξεων αλλά την μη εισαγωγή περιττών λέξεων», όπως έχει παρατηρήσει επιγραμματικά ο David Lagmanovich. Tα χαρακτηρίζει επίσης κάτι που μπορεί να θεωρηθεί πως αντιβαίνει στην ελάχιστη έκτασή τους: όχι απλώς αντέχουν αλλά αποζητούν δεύτερη ή και τρίτη ανάγνωση, αποκαλύπτοντας κάθε φορά μια διαφορετική πτυχή τους, αφανή ή δυσδιάκριτη στην προηγούμενη ανάγνωση. Ενα τρίτο, βασικό χαρακτηριστικό αυτών των μικρών ή υπερμικρών διηγημάτων είναι η «βαριά-και-καθόλου-εύκολη-δουλειά» που αναθέτουν στον αναγνώστη: να τα ερμηνεύσει και να τα προεκτείνει, συμπληρώνοντας όλα τα κενά που σκόπιμα άφησε ο συγγραφέας. Ο Γκουτιέρες έχει πει σε συνέντευξή του: «Προσπαθώ να σέβομαι το μυαλό του αναγνώστη. Δεν θέλω να του τα εξηγώ όλα. Γράφω, νομίζω, με έναν κινηματογραφικό τρόπο. Και όπως σε μια ταινία δεν υπάρχει αφηγητής που περιγράφει την ταινία, αφήνοντας τον θεατή από την εικόνα και τους διαλόγους να δημιουργεί έναν ολόκληρο κόσμο, με τον ίδιο τρόπο λειτουργούν και τα βιβλία».
Κάθε μικροδιήγημα στη “Μελαγχολία των λιονταριών” έχει έναν ισχυρό μύθο που θα μπορούσε να αποτελέσει τον κορμό ενός εκτενέστατου πεζογραφήματος: ένας άνδρας δηλητηριάζει συστηματικά τη γυναίκα του κι όταν, μετά τον θάνατό της, γνωρίζει μια όμορφη νέα κοπέλα μπαίνει στον πειρασμό να περάσει μαζί της ”απέναντι”? ένας γέρος γιατρός που ασχολείται μόνο με εκτρώσεις και παρθενορραφές γοητεύεται από τις σωματικές οσμές των νέων γυναικών που προσφεύγουν στις υπηρεσίες του? ένας συγγραφέας φέρει εντός του εκατοντάδες διαφορετικούς εαυτούς, που συνεχώς αναπαράγονται? ένα ανδρόγυνο αγκαλιάζεται ξυπνώντας την ίδια στιγμή, επειδή έβλεπαν και οι δύο, ταυτόχρονα, τον ίδιο εφιάλτη... Στο αλλόκοτο, συχνά σουρεαλιστικό διηγηματικό σύμπαν του Γκουτιέρες κυκλοφορούν ακόμη σοκολατένιοι ποντικοί, άγγελοι, τραβεστί, αυτόχειρες, φυλακισμένοι και φαντάσματα, δημιουργώντας μια σπονδυλωτή παραβολή για τις περιπέτειες της ψυχής και του σώματος.
Ο Κουβανός δεξιοτέχνης της αφήγησης καταφέρνει να πειθαρχήσει και να συμπυκνώσει σε έκταση μέχρι 500 λέξεων τις ιστορίες του, σκιτσάροντας ελλειπτικούς αλλά πάντως ενδιαφέροντες χαρακτήρες και διατηρώντας σταθερό το αναγνωστικό ενδιαφέρον με τις αφηγηματικές ανατροπές και τις αλληγορίες του, τους κοφτούς διαλόγους, την οικονομία του λόγου, τη λιτότητα της έκφρασης, την ακρίβεια στην επιλογή των λέξεων, τη λεπτή ειρωνεία. Στο γράψιμό του μπορεί κανείς να ανιχνεύσει τη γόνιμη επίδραση που δέχθηκε από Ευρωπαίους πεζογράφους, όπως ο Κάφκα ή ο Κορτάσαρ και από κορυφαίους Αμερικανούς συγγραφείς του 20ού αιώνα, όπως ο Καπότε, ο Σέργουντ Αντερσον, ο Ντος Πάσος, ο Χεμινγουέι. Η Κλεοπάτρα Ελαιοτριβιάρη έχει κάνει εξαιρετική δουλειά, τόσο στη μετάφραση των απαιτητικών μικρών πεζών του Γκουτιέρες όσο και στη σύνταξη του χρήσιμου και διαφωτιστικού επιμέτρου.
Του Γιωργου Κορδομενιδη

Τετάρτη 1 Φεβρουαρίου 2012

Σκανδιναβική λογοτεχνία

Θηρεύοντας τον ...τύπο                             Της Τιτικας Δημητρουλια

Κάθε φορά που η βία παροξύνεται στις σκανδιναβικές χώρες, η υπόλοιπη Ευρώπη αποσβολώνεται: η εικόνα της ανέφελης ευημερίας την οποία έχει επιτύχει, υποτίθεται, η σοσιαλδημοκρατία στις χώρες αυτές είναι τόσο βαθιά εντυπωμένη στον μέσο Ευρωπαίο, ώστε κάθε ρωγμή φαίνεται παράδοξη έως και αδιανόητη. Ετσι, μπορεί στις χώρες αυτές να δολοφονούνται πρωθυπουργοί και υπουργοί, μπορεί η ακροδεξιά να έχει, όπως αποδείχθηκε, ισχυρές δυνάμεις εμπροσθοφυλακής, μπορεί η ίδια η ιστορία τους, με τις ευγονικές και τις δωσιλογικές πρακτικές του παρελθόντος, να προειδοποιεί για τις αβύσσους και τον τρόμο κάτω από την ειδυλλιακή όψη, η Ευρώπη και ο κόσμος συνεχίζει να τις αντιμετωπίζει ως τον επίγειο παράδεισο. Αυτό δεν ισχύει όμως για τους αστυνομικούς συγγραφείς τους, οι οποίοι από τη δεκαετία του ’60 στηλιτεύουν τα κακώς κείμενα των κοινωνιών τους.
Ετσι, το διπλό, πολύνεκρο τρομοκρατικό χτύπημα στη Νορβηγία φέτος το καλοκαίρι από τον ακροδεξιό, φανατικό χριστιανό και αντι-ισλαμιστή Μπρέιβικ, ένα χτύπημα μίσους και φοβίας προς τον άλλο, τον διαφορετικό από έναν άνθρωπο που κατά δήλωσή του ήθελε να «πλήξει την κοινωνία, τα θεμέλιά της, τον τρόπο που κυβερνάται», το έχει προ πολλού καταγράψει ένας μεγάλος Νορβηγός αστυνομικός συγγραφέας, ο ριζοσπάστης μαρξιστής Γιον Μίσελετ – που από τη δεκαετία του ’70 κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για την άνοδο της ακροδεξιάς και τις εκτροπές στις οποίες οδηγεί, για τη δύναμη της συνωμοσιολογίας, η οποία μπορεί να μετατρέψει τον απλό άνθρωπο σε παρανοϊκό δολοφόνο, για τον ρατσισμό, την αποξένωση, την αλλοτρίωση που καταλήγει ψυχοπαθολογία. Στο βιβλίο του «Thygesen’s Terrorist», το 1989, λοιπόν, περιγράφει έναν διαταραγμένο ακροδεξιό που σκοτώνει μαζικά κόσμο σε ένα νησάκι του Οσλο.
«Είναι τρομερό και τρομακτικό που η μυθοπλασία έγινε φρικτή πραγματικότητα στο νησί Ουτόγια», δηλώνει σήμερα ο Μίσελετ (www.telegraph. co.uk/news/worldnews/europe/norway), ο οποίος σε άλλο βιβλίο του, στο «Hadeland Killings», αφηγείται πώς μια ομάδα ακροδεξιών σκοτώνει αυτούς που θεωρούσε ξένο σώμα για την κοινωνία – παραπέμποντας ευθέως και πάλι στο χτύπημα του Οσλο.
Γεννημένος το 1944, ο Μίσελετ παίρνει στη δεκαετία του ’70 τη σκυτάλη από τους θρυλικούς σκαπανείς του αστυνομικού Περ Βάλε και Μάιγ Χέβαλ (Maj Sjowall και Per Wahloo, που έχουν αποδοθεί στα ελληνικά ως Μ. Σγιεβάλ και Π. Βαλέε). Πρόκειται για ένα ζευγάρι Σουηδών μαρξιστών που σε δέκα μυθιστορήματα με τον γενικό τίτλο «Το μυθιστόρημα του εγκλήματος» και μέσα σε μια δεκαετία, από το 1965 ώς το 1975, οπότε και πεθαίνει ο Βάλε, κατέγραψαν καυστικά αλλά και με χιούμορ τα κυριολεκτικά και μεταφορικά εγκλήματα πάνω στα οποία στηρίζεται τελικά το σουηδικό θαύμα. Μεγάλα συμφέροντα, διαφθορά, βαρβαρότητα, έλλειψη αλληλεγγύης, βία απέναντι στον αδύναμο και ειδικά στη γυναίκα (κάτι που θα το συναντήσουμε με έμφαση και στον Στιγκ Λάρσον και σε πολλούς άλλους), ξενοφοβία, εξαθλίωση, συντηρητισμός, αδυναμίες μιας αστυνομίας που σε γενικές γραμμές είναι προσανατολισμένη στη στήριξη της κοινωνίας – μια θέση που συνεχίζουν να υποστηρίζουν έως σήμερα πολλοί Σκανδιναβοί αστυνομικοί συγγραφείς.
Μάνκελ και Λάρσον
Είναι εντυπωσιακό πάντως το πόσο στενά παρακολουθεί η ελληνική αγορά τελικά τις διεθνείς τάσεις, το αυξανόμενο ενδιαφέρον για την σκανδιναβική αστυνομική λογοτεχνία στην Ευρώπη εν προκειμένω, ασχέτως αν αυτές περνούν ή όχι στο ευρύ κοινό: οι Σουηδοί που καθόρισαν την εξέλιξη ολόκληρης της σκανδιναβικής λογοτεχνίας μεταφράζονται στην Ελλάδα από το 1996, οπότε κυκλοφορεί «Το τέρας» και λίγο αργότερα η «Ροζάννα» από τις εκδ. Γράμματα.
Συνεχιστής πάντως του ζεύγους και συνοδοιπόρος του Μίσελετ θα είναι ο προσφιλής και στους Ελληνες αναγνώστες Σουηδός ακτιβιστής Χένινγκ Μάνκελ. Εμβληματική μορφή της παγκόσμιας αστυνομικής λογοτεχνίας πλέον, με 20 εκατομμύρια πωλήσεις στο ενεργητικό του, ο Μάνκελ ζει εδώ και πολλά χρόνια ανάμεσα στη Σουηδία και το Μαπούτου, στη Μοζαμβίκη. Ξεκίνησε με ένα βιβλίο για τους ανθρακωρύχους και την ιστορία του εργατικού κινήματος και συνεχίζει έως σήμερα να εξερευνά τον παγκόσμιο καπιταλισμό, τις δομές της εξουσίας και τον φασιστικό παροξυσμό σε όλες τις εκφάνσεις του, το χάσμα μεταξύ ανεπτυγμένων και αναπτυσσόμενων χωρών, με έμφαση στη φρικιαστική εκμετάλλευση της αφρικανικής ηπείρου από τη Δύση, την οποία καταγράφει και στο τελευταίο του βιβλίο, τα «Ματωμένα χνάρια» (εκδ. Ψυχογιός, όπως και όλα τα υπόλοιπα).
Ο Μάνκελ προσέδωσε στο σκανδιναβικό αστυνομικό μυθιστόρημα τους τίτλους ευγενείας του. Ο Στιγκ Λάρσον, όμως, ήταν αυτός που έριξε πάνω του το φως των προβολέων. Επίσης μαρξιστής και ακτιβιστής, μυθιστορηματική μορφή καθώς τα βιβλία του εκδόθηκαν μετά τον θάνατό του και πούλησαν μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα 25 εκατομμύρια αντίτυπα, ο Λάρσον επιμένει και αυτός στην παράδοση των Βάλε - Χέβαλ, Μίσελετ και Μάνκελ, στον ναζισμό, τον φασισμό, τον ρατσισμό, τη διαπλοκή και τη διαφθορά. Επισκιάζει για λίγο μια σειρά πολύ καλούς συγγραφείς (διότι υπάρχουν βεβαίως και λιγότερο καλοί που μεταφράζονται επίσης), τους οποίους διαβάζουμε σήμερα.
Ευγονισμός και πειράματα
Αν ο Οκε Εντβαρντσον (Οke Edwardson) παραμένει ελάχιστα γνωστός στους Ελληνες, ο Ισλανδός Αρνάλντουρ Ιντρίντασον (συμπεριλαμβάνουμε στη Σκανδιναβία την Ισλανδία για λόγους ιστορικούς και πολιτισμικούς) με τη «Φορμόλη» (εκδ. Λιβάνη) –που έγινε ταινία με τίτλο «Μολυσμένο αίμα»– καταγγέλλει και στα καθ’ ημάς μια άλλη σκοτεινή πτυχή της ιστορίας των χωρών αυτών, τον ευγονισμό και τα γενετικά πειράματα. Μένοντας στην Ισλανδία, την οποία η Αν-Μαρί Μετελιέ των ομώνυμων γαλλικών εκδόσεων χαρακτηρίζει «εργαστήριο των όσων ζούμε», αφού όπως λέει οι Ισλανδοί πέρασαν ταχύτατα από την κοινωνία των ψαράδων στην παγκοσμιοποίηση, την κατάρρευση των αξιών και τελικά τη διάψευση, η Ιρσα Σιγκουρδαρντότιρ («Χαμένες ψυχές», εκδ. Διήγηση), ο Αρνι Θοράρινσον («Ο καιρός της μάγισσας», εκδ. Πόλις) στήνουν στο ιδιαίτερο τοπίο της χώρας τους περίπλοκες ιστορίες, με έντονο το στοιχείο της παράδοσης και της ιστορίας.
Από τη Σουηδία, πλάι στις «βασίλισσες» του «πολικού αστυνομικού», τη Λίζα Μάρκλουντ («Ολυμπιακή έκρηξη», εκδ. Σύγχρονοι Ορίζοντες) και την πρώην υπουργό Δικαιοσύνης της Νορβηγίας Αννε Χολτ («Αυτό που μου ανήκει», εκδ. Ορφέας), πλάι στον Χάκαν Νέσερ με το «Αραιό δίχτυ» (εκδ. Ορφέας), ο Αρνε Νταλ με την «Ομάδα Α» του («Misterioso», «Τυχαίο θύμα», εκδ. Μεταίχμιο) αναδεικνύεται μια πολύ αναγνωρίσιμη και ιδιαίτερη φωνή, που ουδεμία σχέση έχει με την επίσης Σουηδή, προβεβλημένη και άνευ ενδιαφέροντος Καμίλα Λέκμπεργκ. Οι νεότεροι Μίκαελ Γιουρτ και Χανς Ρούσενφελντ («Σκοτεινά μυστικά», εκδ. Ψυχογιός) και Λαρς Κέπλερ («Ο υπνωτιστής», εκδ. Πατάκη) παρουσιάζουν επίσης εξαιρετικό ενδιαφέρον.
Θεωρώντας δεδομένο ότι οι καλοί Σκανδιναβοί συγγραφείς είναι πολλοί και αρκετοί ίσως μου διαφεύγουν, θα ήθελα να κλείσω τη σύντομη αυτή επισκόπηση με δύο εξαιρετικούς, κατά τη γνώμη μου, Νορβηγούς συγγραφείς: τον Τζο Νέσμπο (Jo Nesbo, δηλαδή Γιου Νέσμπε), με τον «Κοκκινολαίμη» του (εκδ. Ορφέας), άλλο ένα βιβλίο για τον ναζισμό στη Νορβηγία, και το άρτι εκδοθέν επίσης εξαιρετικό «Νέμεσις» (εκδ. Μεταίχμιο)? και τον Γκούναρ Στόλεσεν, με το «Δικός σου ως το θάνατο» και το «Στο σκοτάδι όλοι οι λύκοι είναι γκρι» (εκδ. Πόλις), που επίσης εστιάζει στην καθημερινή βία και στις ιστορικές και κοινωνικές αιτίες της.
Γιατί οι Σκανδιναβοί κατακτούν τον κόσμο
Αν ο επιφανής επαναστάτης Ερνέστ Μαντέλ («Meurtres exquis. Histoire sociale du roman policier », La Breche», 1986) έχει δίκιο ως προς την άνθηση της αστυνομικής λογοτεχνίας όταν λέει ότι: «Η αστική κοινωνία, γεννημένη από τη βία, την αναπαράγει διαρκώς και ξεχειλίζει από βία. Προέρχεται από το έγκλημα και οδηγεί στο έγκλημα, που διαπράττεται σε μια κλίμακα που τείνει να γίνει βιομηχανική. Είναι βέβαιο, η άνθηση του αστυνομικού μυθιστορήματος εξηγείται ίσως από το γεγονός ότι η αστική κοινωνία, συνολικά θεωρούμενη, είναι μια εγκληματική κοινωνία», δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε την ιδιαιτερότητα της χώρας και, κυρίως, του συγγραφέα και του έργου.
Η σκανδιναβική αστυνομική λογοτεχνία έχει πολύ καλούς συγγραφείς, πολλοί από τους οποίους δεν γράφουν μόνο αστυνομικά μυθιστορήματα, όπως ο Μάνκελ, ο Στόλεσεν, ο Νταλ. Πολλοί από αυτούς συνομιλούν δημιουργικά με την παράδοσή τους στα γράμματα και τις τέχνες, από τον Στρίντμπεργκ και τον Ιψεν έως τον Τρανστρέμερ, τον Χάμσουν, τον Ενκβιστ, αλλά και τον Μπέργκμαν και τον Λαρς φον Τρίερ. Μεγάλο ρόλο ωστόσο στην επιτυχία της σκανδιναβικής λογοτεχνίας διαδραμάτισε σίγουρα και το «εξωτικό» για τους ξένους αναγνώστες τοπίο, τα λιμάνια και η ύπαιθρος, οι μεγαλουπόλεις και τα φιόρδ, οι λευκές νύχτες και το σκοτάδι που αποκτά συμβολική διάσταση, και η ιδιαίτερη αυτή σκανδιναβική μελαγχολία.
Εξίσου σημαντική είναι και η επιλογή των περισσότερων συγγραφέων να αγκιστρώνουν την πλοκή τους σε μια καθημερινότητα άχρωμη κι αφόρητη, την οποία μαζί με την πλειονότητα των ανθρώπων βιώνουν και οι αντι-ήρωές τους, αλκοολικοί, καταθλιπτικοί, αποτυχημένοι, μοναξιασμένοι αστυνομικοί σαν τον Χάρι Χόλε του Νέσμπο και τον Κουρτ Βαλάντερ του Μάνκελ, ιδιωτικοί ντετέκτιβ σαν τον Βαργκ Βέουμ του Στόλεσεν και αυτόκλητοι ερευνητές σαν τον Μίκαελ Μπλούμκβιστ και την καρτουνίστικη Λίσμπετ Σαλάντερ του Λάρσον. Αν προσθέσουμε και την ψυχογραφική δεινότητα των περισσοτέρων, καταλαβαίνουμε γιατί η σκανδιναβική λογοτεχνία, ως κοινωνική λογοτεχνία, κατακτά τον κόσμο. Καλό διάβασμα.
Βιβλία για διάβασμα
- Maj Sjοwall και Per Wahlοο, «Το τέρας», «Ροζάννα».
- Χένινγκ Μάνκελ, «Ματωμένα ίχνη».
- Στιγκ Λάρσον, «Μιλένιουμ».
- Αρνάλντουρ Ιντρίντασον, «Φορμόλη».
- Ιρσα Σιγκουρδαρντότιρ, «Χαμένες ψυχές».
- Αρνι Θοράρινσον, «Ο καιρός της μάγισσας».
- Λίζα Μάρκλουντ, «Ολυμπιακή έκρηξη».
- Αννε Χολτ, «Αυτό που μου ανήκει».
- Χάκαν Νέσερ, «Αραιό δίχτυ».
- Αρνε Νταλ, «Misterioso», «Τυχαίο θύμα».
- Μίκαελ Γιουρτ και Χανς Ρούσενφελντ, «Σκοτεινά μυστικά».
- Λαρς Κέπλερ, «Ο υπνωτιστής».
- Jo Nesbo, «Ο κοκκινολαίμης», «Νέμεσις».
- Γκούναρ Στόλεσεν «Δικός σου ως το θάνατο», «Στο σκοτάδι όλοι οι λύκοι είναι γκρι».
- Jon Michelet «Thygesen’s Terrorist», «Hadeland Killings» (αγγλική μετάφραση, αμετάφραστα στα ελληνικά).

Ολα έρχονται στο φως



Θηρεύοντας τον ...τύπο       Της Κατερινας Σχινα 
 
 
Jonathan Safran Foer
Ολα έρχονται στο φως
μετ. Μυρσίνη Γκανά
εκδ. Μελάνι, σελ. 442
Δυσκολεύεται κανείς να πιστέψει πως ένα τόσο πυκνό, συγκινητικό και βαθύ βιβλίο βγήκε από την πένα ενός νεαρού μόλις 24 ετών – αν και μονάχα ένας τόσο νέος συγγραφέας θα μπορούσε να μπολιάσει τη θλίψη με τόσο ιλαρό χιούμορ και τη διάχυτη αίσθηση της τραγωδίας με τόση ομορφιά. Ωριμος και συνάμα ανάλαφρος, ικανός να συνδυάζει νεανική σπιρτάδα με ενήλικη ειρωνεία, στοχαστική ματιά και συγκινητική διορατικότητα, κατασκευαστική ευφυΐα και υφολογικό δαιμόνιο, ο Τζόναθαν Σάφραν Φόερ αποτυπώνει, σ’ αυτό το πρώτο του μυθιστόρημα, ένα ταξίδι σε αναζήτηση του παρελθόντος και των κρυφών νοημάτων του, μια φιλία που αναπτύσσεται σε πείσμα των γλωσσικών και πολιτισμικών χασμάτων, την αγάπη, σε όλες της τις μορφές, και «τη μονιμότητα της αλήθειας» της.
Ο συγγραφέας δίνει στον ήρωα του βιβλίου του το όνομά του, όπως έχουν κάνει τόσοι και τόσοι δημιουργοί πριν απ’ αυτόν, τον προικίζει όμως με μια καταγωγή οδυνηρή κι ένα μυστικό τόσο βαρύ που καταντάει ανείπωτο. Ονομάζεται, λοιπόν, κι αυτός Τζόναθαν Σάφραν Φόερ, είναι κι αυτός πολύ νέος, και ταξιδεύει στην Ουκρανία σε αναζήτηση της Ογκουστίν, της γυναίκας που έσωσε κάποτε τη ζωή του παππού του από τους ναζί, και του προγονικού χωριού του, του αφανούς, λησμονημένου Τράχιμπροντ. Τον αναλαμβάνει, στον ρόλο του οδηγού και δραγουμάνου αρχικά, του φίλου και alter ego αργότερα, ο Αλεξ Πέρτσοφ, ένας ομήλικός του ουκρανικής καταγωγής, λάτρης της αμερικανικής ποπ κουλτούρας και γλώσσας – αν και τα αγγλικά του, καθώς μοιάζουν συντεθειμένα από λεξικογραφικά λήμματα, πάσχουν εμφανώς από ακυριολεξία και άτοπη λογιοσύνη. Μαζί τους, ένας «τυφλός» παππούς και μια «διαταραγμένη» σκύλα–οδηγός? μπροστά τους η ιστορία, η ζωή, η αξεδιάλυτη μοίρα των ανθρώπων, η εναλλαξιμότητα των πεπρωμένων, η φρίκη και η ομορφιά που θα τις ψηλαφίσουν διστακτικά, έμφορτοι από δέος, ώς την τρομερή αποκάλυψη του τέλους.
Τρία είναι τα αφηγηματικά νήματα που συνυφαίνονται αριστοτεχνικά σε τούτο το βιβλίο: στο ένα, ο Αλεξ περιγράφει το ταξίδι τους στην Ουκρανία, χρησιμοποιώντας τα αυτοσχέδια, άλλοτε εφευρετικά, άλλοτε κωμικά, άλλοτε αλλόκοτα αγγλικά του? στο δεύτερο ανασυστήνονται μαγικορεαλιστικά επεισόδια από τη ζωή των Εβραίων του Τράχιμπροντ υπό τη μορφή ενός μυθιστορήματος που γράφει ο Τζόναθαν Σάφραν Φόερ, ο κεντρικός ήρωας του βιβλίου? το τρίτο, τέλος, είναι οι επιστολές που απευθύνει ο Αλεξ στον Τζόναθαν, ο οποίος έχει πια επιστρέψει στην Αμερική, επιστολές στις οποίες σχολιάζει το «εν προόδω» μυθιστόρημα του Φόερ που ο συγγραφέας του αποστέλλει τμηματικά, ενώ ταυτόχρονα ζητάει συμβουλές για τα δικά του γραπτά. Η δεξιότητα του πραγματικού συγγραφέα (και όχι του συνονόματου μυθιστορηματικού ήρωα), ωστόσο, δεν έγκειται μόνο στο περίτεχνο μπλέξιμο των αφηγηματικών μίτων, αλλά και στους μηχανισμούς της αποπλάνησης του αναγνώστη τους οποίους ενεργοποιεί, καθώς η αφήγηση μοιάζει να συντίθεται, να διορθώνεται και να ανασκευάζεται καθώς τη διαβάζουμε. Γιατί δεν πρέπει να φανταστούμε μια μεταμοντέρνα κατασκευή, αυτάρεσκη μέσα στην αρτιότητά της, ναρκισσιστική και περίκλειστη. Ανάμεσα στο θρύλο και στη ρεαλιστική ωμότητα, τη μαγεία και τον ζόφο, το πιθανό και το αδιανόητο, το μυθιστόρημα του Φόερ απευθύνεται – κι αυτή είναι η μεγαλύτερη χάρη του. Χωρίς να επιδιώκει την πολυπλοκότητα per se, ο συγγραφέας δένει σφιχτά τον αναγνώστη στην τριπλόκαμη κλωστή της ανέμης του από την πρώτη ώς την τελευταία σελίδα.
Κι εδώ αξίζει ιδιαίτερη μνεία στη μεταφραστική δουλειά της Μυρσίνης Γκανά, που με εφευρετικότητα και κέφι ανταποκρίθηκε στο πιο ξεχωριστό στοιχείο αυτού του μυθιστορήματος και κύρια πηγή της σαγήνης του – τη γλώσσα. Μια γλώσσα που, καθώς έγραψε η κριτικός Φρανσίν Πρόουζ, «είχε να κατακουρελιαστεί και να ενεργοποιηθεί με τέτοια εξυπνάδα και μπρίο από την εποχή που ο Αντονι Μπέρζες έγραψε το “Κουρδιστό πορτοκάλι”».

Δευτέρα 16 Ιανουαρίου 2012

ΟΥΙΛΙΑΜ ΦΩΚΝΕΡ- Καθώς ψυχορραγώ

Θηρεύοντας τον τύπο.....βιβλιοπαρουσίαση της Ντορας Mακρη

 

ΟΥΙΛΙΑΜ ΦΩΚΝΕΡ
Καθώς ψυχορραγώ
εκδ. Κέδρος, σελ. 302
 

Το 2012 συμπληρώνονται 50 χρόνια από τον θάνατο του Ουίλιαμ Φώκνερ, ο οποίος συγκαταλέγεται ανάμεσα στους τρεις πιο σημαντικούς Αμερικανούς συγγραφείς, πλάι στους Τουέιν και Πόε, ενώ η μυθοπλαστική του δεξιότητα και επίδραση στις επόμενες γενιές είναι ισοδύναμη με αυτήν του Τζέιμς Τζόις. Οπως συμβαίνει με τον Τζόις, τα κείμενα του Φώκνερ χαρακτηρίζονται σύνθετα και απαιτητικά, καθώς σ’ αυτά συνυπάρχουν λαϊκοί γλωσσικοί ιδιωματισμοί και γλαφυρή ρητορεία, πρωτοποριακή γραφή και παραδοσιακός τρόπος αφήγησης, χρονικές ανακολουθίες, πυκνή συντακτική δομή, φανταστικά τοπωνύμια και τοτεμικά σύμβολα, καθώς και πλήθος χαρακτήρων με συγγενικές σχέσεις και ίδια ονομασία.
Λαμβάνοντας υπόψη τη μεταφραστική δυσκολία που προκύπτει κατά την απόδοση στα ελληνικά τόσο απαιτητικών κειμένων, είναι ευτυχής η συγκυρία της επανέκδοσης της διάσημης νουβέλας «Καθώς ψυχορραγώ», στην κλασική μετάφραση του Μένη Κουμανταρέα.
Γραμμένο σε μόλις 6 βδομάδες το 1929, το μυθιστόρημα που ο ίδιος ο Φώκνερ θεωρούσε «το αριστούργημά» του, αφηγείται το οδοιπορικό μιας αγροτικής οικογένειας, που παλεύει με τα στοιχεία της φύσης και του ασυνείδητου, για να φτάσει από την επαρχία που διαμένει στη μεγάλη πόλη του Τζέφερσον, προκειμένου να ενταφιάσει τη νεκρή μητέρα στον οικογενειακό τάφο.

Πολλά εμπόδια 
Στη διάρκεια του ταξιδιού, οι Μπάντρεν (πατέρας, 4 γιοι και 1 κόρη) συναντούν πολλούς ανθρώπους και πολλά εμπόδια, που διαταράσσουν τη συγκρότηση και τις σχέσεις της οικογένειας. Απληστία, αθωότητα, απομάκρυνση από τις ρίζες, εισβολή του πολιτισμού στην επαρχία, φτώχεια, αντοχή και αξιοπρέπεια, όλα εμπλέκονται σ’ αυτό το «επικό, τραγικό και συνάμα γελοίο» ταξίδι. Ταυτόχρονα, εναλλάσσονται η νατουραλιστική γραφή με μοντερνιστικά μορφολογικά στοιχεία, το επικό με το λυρικό, και το λογικό με το άλογο.
Μέσα από τα 59 κεφάλαια που αφηγούνται 15 διαφορετικοί χαρακτήρες με μορφή εσωτερικού μονολόγου (η νεκρή μητέρα, τα 5 παιδιά, ο σύζυγος, οι γείτονες), ο Φώκνερ πετυχαίνει να φιλοτεχνήσει μια μνημειώδη τοιχογραφία του αμερικανικού Νότου.
Οταν ένας έμπειρος και καταξιωμένος συγγραφέας, όπως ο Μένης Κουμανταρέας, αναλαμβάνει τη μετάφραση ενός τόσο προκλητικά ιδιόρρυθμου έργου, το αποτέλεσμα δεν μπορεί παρά να είναι συναρπαστικό. Ο Κουμανταρέας σκύβει με αγάπη και σεβασμό στο κείμενο και πετυχαίνει να κρατήσει ζωντανή την υφολογική διαφορά ανάμεσα στις 15 αφηγηματικές φωνές. Τις «ηδονικές» δυσκολίες του κειμένου επισημαίνει πρώτος ο Κουμανταρέας στον πρόλογο της πρώτης έκδοσης (1970), κάνοντας τον αναγνώστη μέτοχο των προβλημάτων και των αποφάσεων που αναγκάστηκε να πάρει στη διάρκεια της μετάφρασης.
Ωστόσο, στην πρόσφατη επανακυκλοφορία της νουβέλας, το 2011, ο αναγνώστης θα περίμενε την επικαιροποίηση της έκδοσης του 1970, ίσως με ένα νέο πρόλογο από τον μεταφραστή, ίσως με μια εισαγωγή που θα παρουσίαζε νέες ερμηνευτικές προσεγγίσεις του κειμένου. Π.χ. ενώ έχει δοθεί έμφαση στην προφητική και ποιητική φωνή του γιου Νταρλ, καθώς αυτή πλησιάζει περισσότερο στις απόψεις του συγγραφέα, σύγχρονες προσεγγίσεις αναδεικνύουν τη φωνή της μητέρας ως σημαντική, εξετάζοντας τις σχέσεις των δύο φύλων, την αναγκαστική μητρότητα, τον αυτο-θυσιαστικό ρόλο της γυναίκας και την αμφισβήτηση της γλώσσας της πατριαρχικής κοινωνίας. Η υλικότητα του νεκρού σώματος της μητέρας –οσμή λόγω της σήψης και νεκρική ακαμψία– γεννά ερωτήματα σχετικά με την αντιμετώπιση του θανάτου και τα ταφικά έθιμα κάθε εποχής, καθώς και τις επιπτώσεις που έχουν στη ζωή και τον τρόπο που σκεπτόμαστε και ενεργούμε.
Εξάλλου, η φτώχεια που μαστίζει τον αμερικανικό Νότο, αναδεικνύει μια κοινωνία με έντονους ταξικούς διαχωρισμούς και όχι φυλετικούς, όπως παραδοσιακά αναπαρίσταται ο Νότος.
Είναι προφανές πως οι προκλήσεις της νεωτερικότητας και τα σύγχρονα διλήμματα βρίσκονται στο επίκεντρο του συνολικού έργου του Φώκνερ. Για το λόγο αυτόν, έχει επηρεάσει πλήθος συγγραφέων, ενώ το Χόλιγουντ έχει κατά καιρούς μεταφέρει έργα του στη μεγάλη οθόνη, παρόλο που γενικά θεωρούνται μη «κινηματογραφήσιμα». Αρκετά μυθιστορήματα και διηγήματα έχουν γίνει ταινίες στις δεκαετίες 1950 και 1960, ενώ ο ίδιος ο Φώκνερ είχε συνεργαστεί στη συγγραφή μερικών από τα σενάρια των ταινιών αυτών. Είναι γνωστή άλλωστε η πετυχημένη αλλά τραυματική σχέση του με το Χόλιγουντ.

Στο Χόλιγουντ 
Παρά την εμπορική και καλλιτεχνική επιτυχία έργων όπως «Ο μεγάλος ύπνος» (Τσάντλερ) και «Να έχεις και να μην έχεις» (Χέμινγουεϊ), ο Φώκνερ δεν ήταν παρά ένας «σεναριογράφος κατά παραγγελία», που αναγκαζόταν να υποτάσσει τη δημιουργική του φαντασία στις επιταγές του Χόλιγουντ. Σήμερα όμως, που η κινηματογραφική βιομηχανία δίνει περισσότερες ευκαιρίες, ακόμη και η πολυφωνική νουβέλα «Καθώς ψυχορραγώ» μεταφέρεται στη μεγάλη οθόνη σε σκηνοθεσία Τζέιμς Φράνκο, του ηθοποιού που έγινε ευρύτερα γνωστός από τις ταινίες του «Spider-Man» και του οποίου ο θαυμασμός για τον Φώκνερ έχει τις ρίζες του στην εποχή που ήταν φοιτητής αγγλικής φιλολογίας.

Κυριακή 15 Ιανουαρίου 2012

Κ. ΦΟΥΕΝΤΕΣ - Η θέληση και η τύχη

Θηρεύοντας τον τύπο.....βιβλιοπαρουσίαση της ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ ΣΧΙΝΑ

ΚΑΡΛΟΣ ΦΟΥΕΝΤΕΣ
Η θέληση και η τύχη
Μετ.Μαργαρίτα Μπονάτσου
εκδ. Καστανιώτη, σελ. 487

Στοχασμός πάνω στην ιστορία, αναζωογονητική επίκληση αρχαίων μύθων, αποτύπωση του κοινωνικού χάους στο σύγχρονο Μεξικό - πάνω απ' όλα όμως ένας διάλογος με τους νεκρούς είναι το τελευταίο μυθιστόρημα του Κάρλος Φουέντες. Ο κεντρικός αφηγητής είναι ένα κομμένο κεφάλι: πελεκημένο από τη ματσέτα μιας ανελέητης συμμορίας, ασώματο αλλά λαλίστατο, ανήκει στον 27χρονο Χοσουέ Ναδάλ, συμβολίζει το πεπρωμένο όλων όσοι δολοφονούνται στο Μεξικό από τα καρτέλ των ναρκωτικών και τις διμοιρίες θανάτου και έχει αριθμό: είναι το χιλιοστό μέχρι στιγμής κομμένο κεφάλι σε μια χώρα βουτηγμένη στη διαφθορά και τη βία, μια χώρα με χίλια πρόσωπα όπου τίποτα δεν είναι αυτό που φαίνεται, το φανταστικό και το πραγματικό αλληλοπεριχωρούνται, το παρελθόν και το παρόν μπλέκονται αξεδιάλυτα, δίχως όμως το πρώτο να διδάσκει και δίχως το δεύτερο να υπόσχεται.
Σπειροειδής πλοκή
Είναι ένα βιβλίο με σπειροειδή πλοκή που απλώνεται ακανόνιστα και κουλουριάζεται περί τον εαυτό της μια παιγνιώδης αναθεώρηση της ιδέας ενός μυθιστορήματος που ανταγωνίζεται την ιστορία. «Η ηθική και λογοτεχνική ταυτότητα ενός μυθιστορήματος βρίσκεται στην ημιτελή μορφή του, στο γεγονός ότι παραμένει αέναα ανοιχτό», έχει πει κάποτε ο Φουέντες και αυτό ακριβώς είναι η θέληση και η τύχη: κωμωδία, σάτιρα, αλληγορία και ταυτόχρονα λαμπρός πολιτικός σχολιασμός, τούτο το βιβλίο, πολυφωνικό και πολυπλόκαμο, θέτει το αέναα εκκρεμές ζήτημα της θέλησης για δύναμη και δεν κλείνει, γιατί ένα τέτοιο ερώτημα δεν μπορεί ποτέ να απαντηθεί οριστικά.
Ο ήρωας αφηγείται μετά θάνατον την ιστορία του: τη φιλία του με έναν προικισμένο συμμαθητή του, τον Χερικό, τη θερμή τους συμμαχία, την κοινή ενηλικίωση, την αναπόφευκτη απομάκρυνσή τους, καθώς οι δυο τους θα ενσαρκώσουν διαφορετικές θέσεις κοινωνικής δράσης, υπηρετώντας όμως αμφότεροι τους δύο πόλους της εξουσίας στο Μεξικό, την πολιτική και την οικονομία. Γύρω από το ζεύγος των πρωταγωνιστών ο Φουέντες κινεί δεκάδες πρόσωπα πραγματικά και μυθικά, μερικά έως και αναγνωρίσιμα, και συνυφαίνει την καταιγιστική πλοκή με αναφορές στη Βίβλο, την αρχαία ελληνική μυθολογία, την επαναστατική προϊστορία του Μεξικού, τη δυτική φιλοσοφία (Αυγουστίνος, Σπινόζα, Νίτσε) και τον πολιτικό στοχασμό (Μακιαβέλι).
Αγωνία
Σαν μαύρο νήμα διαπερνάει το μυθιστόρημα η αγωνία του συγγραφέα για τη σύγχρονη εξαχρείωση και το άδηλο, όσο και απειλητικό μέλλον του Μεξικού. «Το μεγάλο δράμα του Μεξικού», λέει λίγο πριν από το τέλος ο Δον Αντόνιο Σανχινές, ο πανούργος πολιτικός μεσάζων και μέντορας των δύο φίλων, «είναι ότι το έγκλημα έχει αντικαταστήσει το κράτος. Το κράτος, ξεχαρβαλωμένο από τη δημοκρατία, παραχωρεί την εξουσία του στο έγκλημα, που βρίσκεται υπό την αιγίδα της δημοκρατίας».

Βακιρτζής Γεώργιος

Η Σχολή των Αθηνών Νο 2, 1974

Επισκέφθηκα τη γλυπτοθήκη στο Γουδί κι αυτό που μου έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση είναι ένας πίνακας του Βακιρτζή με τίτλο Η Σχολή των Αθηνών Νο 2. Η ειρωνεία και η ελεύθερη διασκευή, μια  σουρεαλιστική διαχρονικότητα. Και μόνο γι΄ αυτό άξιζε η επίσκεψη.
Και σαφώς το πρωτότυπο έργο του Ραφαήλ.



Βακιρτζής Γεώργιος (1923 Μυτιλήνη - 1988 Αθήνα)

Καλλιτέχνης ανθρωποκεντρικός, ο Βακιρτζής χρησιμοποιεί στοιχεία από την τέχνη της γιγαντοαφίσας, της λαϊκής ζωγραφικής αλλά και της εξπρεσιονιστικής γραφής, που συνδυάζει με φόντο μεγάλες κλασικές συνθέσεις του παρελθόντος, για να αποτυπώσει με ένα προσωπικό ύφος τους προβληματισμούς του σχετικά με τα ιστορικά και πολιτικά βιώματα της ελληνικής κοινωνίας.
 

 Μίλλυ από "Το ημερολόγιο της Άννας Φρανκ", 1959
 
 
 Η απελευθέρωση των Ελλήνων 1944-45, 1977
 
 
 Οδόφραγμα Νο 7, 1977